ΑΣΤΡΙΚΗ ΠΡΟΣΒΟΛΗ
Γεννήθηκα ξημερώματα 4ης Ιουλίου.
«Το παιδί, το παιδί, βοήθεια, τρέξτε» φώναζαν οι φωνές της διαίσθησης μου. Και όσο οι υπόλοιποι είχαν μαύρα μεσάνυχτα για το τι με περιμένει, εγώ μουρμουρούσα από μέσα μου «Σε μια κόντρα ψυχοφθόρα, με Καρκίνο μα και Ταύρο, ηρεμία ψάχνω να βρω, στων ζωδίων μου τη μπόρα».
Η μαμά με έκανε Καρκίνο, σε μια σουρεαλιστική διαίσθηση που τη διακατείχε, πριν της τραγουδήσω –χρόνια μετά- «Μαμά, πεινάω μαμά, φοβάμαι μαμά, γερνάω μαμά. Και τρέμω να’ μαι αυτό που χρόνια αντιπαθείς, ωραίος, νέος και ιχθύς». Με έκανε καρκίνο με μετάσταση συγκεκριμένα, καθώς βρίσκομαι ανέκαθεν στο τελευταίο στάδιο της αρρώστιας και δεν με παίρνει κι αυτός ο Χάρος να ησυχάσω.
«Έλα Χάρε άρχοντα μου, τα υπάρχοντα μου παρ’ τα, άραξε μαζί μου κάρτα, και για όλα τα άλλα να μου!» τραγουδάω αμέριμνος και σουρωμένος σε κάποιο κλειστοφοβικό τσιπουράδικο.
Να’ ρθει να με πάρει στα έγκατα του Άδη και να περάσω τον Αχέροντα με πεντακοσάευρα στα μάτια, ξαπλωμένος στο φέρετρο μου. Και όχι σε βαρκούλα ότι κι ότι, αλλά σε δωμάτιο πολυτελές ξύλινου πλοίου, σε μια λαμπρή και θεσπέσια χλιδάτη τελετή.
«Κηδεύτηκα στη Κιβωτό, 09:13» θα τραγουδάω, σκεπτόμενος πως αντίστοιχα η γέννηση μου ήταν στις 01:25.
Και παρ’ όλο που η δικιά μου ώρα –σε αντίθεση με της Βιτάλη-, δε κάνει ρίμα, εξακολουθώ να ανήκω στο club των ανθρώπων που οι πλανήτες τους βαράγαν μαλακία.