MANIPULATING
Η κοινή γνώμη είναι μια αυτοάνοση ασθένεια: την αποκτούν όσοι παραμένουν μακριά απ’ την αλήθεια, καταναλωτές μιας δημοσιογραφίας που αντί να λειτουργεί για το δημόσιο συμφέρον,
υπηρετεί το συμφέρον ιδιωτών. «Ερευνητική δημοσιογραφία» σου λέει, σε ένα πλεονασμό που προσπαθεί να τονίσει το αυτονόητο – μα δυστυχώς αν δεν πληρώσεις για την ενημέρωση σου, θα στην πληρώσει ο Μπόμπολας. Μπορεί οι δημοσιογράφοι να έχουν ως όπλο την αλήθεια, αλλά τα αφεντικά των περισσοτέρων έχουν όπλα με σφαίρες. Αφεντικά που ουδεμία σχέση φέρουν με το αντικείμενο: η δημοσιογραφία είναι άλλη μια από τις «επιχειρηματικές ενασχολήσεις» τους, την οποία χρησιμοποιούν αποσκοπώντας στο κέρδος. Καμία διάθεση [και υποχρέωση, τώρα που το λέμε] δεν υφίσταται στο να την υπηρετήσουν, παρά να τους υπηρετεί εκείνη – σαν η πουτάνα τη τσατσά: η πουτάνα της εξουσίας που δηλώνει πρόθυμη να την γλείψει και να της προσφέρει πολλά περισσότερα, αρκεί να πληρωθεί αναλόγως – μέσα απ’ την ευγενική χορηγία του παρακράτους.
Το ‘να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το σύστημα· κι όταν η εξουσία τρέμει, η TV αναλαμβάνει.
Η εξουσία δεν πρέπει να δείξει ότι φοβάται, γιατί «ποτέ δεν είναι αδύναμη» - κι όντως δεν είναι, με το δεξί της χέρι να παρεμβαίνει σαν από μηχανής Θεός και να την ξελασπώνει. Τα μίντια -ικανά να διαμορφώσουν «κοινή γνώμη»-, αναλαμβάνουν δράση κι αλλάζουν αρχικά: «Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης» είναι το σωστό, καθώς ημερεύουν το εξαγριωμένο –προς την εξουσία- πλήθος, με το να στρέψουν την προσοχή του αλλού. Βρίσκουν -ή δημιουργούν- ένα ζήτημα με προοπτικές για ξεχείλωμα και το τραβάνε όσο δε πάει, σε μια δυσανάλογη σε σχέση με την σημαντικότητα του προβολή.
Η αλήθεια χάνεται, σβήνει σαν τα αστέρια - τα αστέρια που πρωταγωνιστούν στα μηνιαία τηλεοπτικά σόου και σβήνουν πριν έρθει το επόμενο. Ένας βίαιος σκηνοθέτης, μια «Μήδεια» απ’ την Πάτρα, ένας παιδοβιαστής στον Κολωνό κι ένας παπάς παρέλασαν στις οθόνες μας, μέσα από ρεπορτάζ που ηθικολογούν ενώ σκοτώνουν κάθε ίχνος ηθικής. Ο εχθρός αποδομείται με κιτρινισμό, σε ένα λεπτομερές κι ανούσιο παραλήρημα των πάνελ που ψάχνει αίμα και σπέρμα. Τραγελαφικές ειδήσεις παρουσιάζονται ως σημαντικές, ενώ πρωινατζούδες με κουτσομπολίστικη διάθεση, φοράνε μάσκα σοβαροφάνειας στήνοντας τηλεοπτικές δίκες που προδικάζουν το εξιλαστήριο θύμα του μήνα: μια καταγγελία αρκεί – κι είσαι αυταπόδεικτα ένοχος, μέχρι αποδείξεως του αντίθετου.
Κι έτσι, η απασχολημένη μάζα μετατρέπεται σε «κανσελάδες» που λιθοβολούν και καταγγέλλουν ιντερνετικά τον αποδιοπομπαίο τράγο που προτείνεται μέχρι τον επόμενο· όλο και κάποιος θα εμφανιστεί που θα χρεωθεί την οργή που βράζει για την εξουσία: πάντα κάποιος φταίει, ποτέ όμως εκείνη.
Η εξουσία «ούτε φταίει, ούτε φοβάται». Ο φόβος είναι η έναρξη της αδυναμίας [κάτι που η εξουσία γνωρίζει βαθιά] και φροντίζει να τον μεταδώσει: ένα φοβισμένο πλήθος, εξουδετερωμένο παρατηρεί μουδιασμένα και δεν κάνει τίποτα. Όλα καλά – όλα ανθηρά στους κυβερνώντες, όσο διαιρούν και βασιλεύουν: τα κανάλια παράγουν τρομοκρατία και χωρίζουν τον κόσμο σε δύο πόλους σε μια κλασσική τακτική της προπαγάνδας που μετατρέπει σε εχθρό το άλλο μισό του λαού.
Ο λαός που αλληλοκατηγορείται όσο η εξουσία νομοθετεί ενώ ταυτόχρονα βαφτίζεται με κοσμητικά επίθετα από τα μίντια ως ένα έξτρα μπόνους στο αφήγημα. Οι «ψεκασμένοι» των μίντια παρατηρούν τους «ρινόκερους» του Ιονέσκο που έχαψαν το παραμύθι, σε ένα καθημερινό και μιντιακό θέατρο του παραλόγου.